Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

κάλιο λύκος νηστικός, παρα πρόβατο σε στάνη

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

για το "συνταγμα" και την παρεα του

η πολιτική είναι σαν το ποδόσφαιρο.
όσο ανεβαίνει η ποιότητα, και οργανώνεται το "πράγμα" τόσο οι πολλοί, παύουν να παίζουν-συμμετέχουν,και  γίνονται θεατές.


Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

ζωη+θανατος

την πρώτη μέρα της ζωης μας, είμαστε μια μέρα πιο κοντά στον θάνατό μας!

η αποδοχή του θανάτου ειναι η αρχή της ζωής. 


http://www.youtube.com/watch?v=LM3Ci45Iv-8&feature=player_embedded

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Θεωρία Παιγνίων: Οι πιο καλοί οι μαθητές

Θεωρία Παιγνίων: Οι πιο καλοί οι μαθητές




Του Γιώργου Ι. Κωστούλα

Μια από τις ενδιαφέρουσες αναλύσεις της Θεωρίας των Παιγνίων (Θ.Π.) αφορά καταστάσεις όπου, ενώ τα άτομα λειτουργούν λογικά (και κατά κανόνα, όχι ηθικά) για την προώθηση του ατομικού τους συμφέροντος, επειδή κάνουν όλοι το ίδιο, το ατομικό συμφέρον του καθενός -και τελικά όλων- πλήττεται περισσότερο.

Τα παραδείγματα πολλά:

-Αποφεύγοντας να πληρώσουμε φόρους κερδίζουμε ατομικά, αλλά επειδή όλοι κάνουνε το ίδιο ζημιωνόμαστε όλοι, ζώντας σε μια φτωχότερη και αδύναμη χώρα.

-Αγοράζοντας πειρατικά ντι βι ντι ωφελούμαστε ατομικά, αλλά ζημιωνόμαστε όλοι, επειδή περιορίζουμε την ανταμοιβή της δημιουργικότητας, της καινοτομίας κ.λ.π. που θα μας λείψουν, αν δεν υπάρχουν.

-Αφήνοντας τα σκουπίδια έξω τις ημέρες που η συλλογή τους δεν είναι εφικτή κρατάμε καθαρό το σπίτι μας, αλλά επειδή ο καθένας κάνει το ίδιο, λερώνουμε τη γειτονιά μας και βάζουμε σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.

-Παρκάροντας το αυτοκίνητό μας σε σημεία που εμποδίζουμε την κίνηση είναι μεν βολικό για μας, αλλά αν το κάνουν και άλλοι θα επικρατήσει κυκλοφοριακό χάος.

-Χτίζοντας αυθαίρετες κατοικίες ωφελούμαστε ατομικά, αλλά αν κάνουν όλοι το ίδιο καταλήγουμε στη γνωστή άναρχη δόμηση χωρίς υποδομές.

-Εξαπατώντας με παραποιημένα στοιχεία την Ε.Ε ικανοποιούμε μεν κάποια βραχυπρόθεσμα προαπαιτούμενα, στο επίπεδο των εντυπώσεων, αλλά υπονομεύουμε ηθικά το συνεκτικό ευρωπαϊκό μας ρόλο, υποθάλποντας πρακτικά την εις βάρος μας ανισότητα και αναξιοπιστία.

-Αφήνοντας, βολικά, τα περιττώματα του σκύλου μας σε πάρκα και πεζοδρόμια συντελούμε στη γενίκευση μιας προκλητικής και ανεύθυνης αντικοινωνικής πρακτικής που βρωμίζει και μολύνει την πόλη μας.

Όλη αυτή η οξυδερκής υπεράσπιση του ατομικού μας βολέματος, η ευλαβής περιφρούρηση του Ιδιωτικού συναθροίζεται σε μια ανευλαβή απαξίωση-λεηλασία του Κοινόχρηστου και του Δημόσιου. Ή, όπως έχει ειπωθεί, πολλαπλασιαζόμενη η ατομική διαύγεια που επιδεικνύουμε στα ατομικά μας καταλήγει απαρέγκλιτα στην εθνική μας τύφλωση.

Πότε αρχίζει η παρακμή ενός πολιτισμού; Όταν τα άτομα που τον συνθέτουν αρχίζουν, προοδευτικά, να βυθίζονται βαθύτατα στην καχυποψία. Όταν σε κάθε βήμα τους, σε κάθε εκδήλωσή τους φοβούνται ότι θα πέσουν θύματα της κακοπιστίας ή της κακοήθειας κάποιων άλλων, ατόμων ή ομάδων, και εντέλει της ίδιας της (εξελικτικά, μίζερης) συλλογικότητας.

Τίποτα πιο επικίνδυνο από την επιθυμία του ατόμου-πολίτη να μη γελαστεί. Δηλαδή, κατά το κοινώς λεγόμενο, να μην πιαστεί κορόιδο.

Κάθε πολίτης μετατρέπεται έτσι σε μια εξαίρεση, το άθροισμα των οποίων συνιστά το ιστορικό ηθικό εθνικό μας έλλειμμα.

Δεν μοιάζει να είναι αυτό, ό,τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας; Φτάσαμε στο σημείο, η Ελλάδα να απαρτίζεται από δέκα εκατομμύρια άτομα που οσμίζονται την απάτη γύρω τους, στην παραμικρή πτυχή του βίου τους, υποπτευόμενα διαρκώς τον διπλανό τους. Έτσι, αντί της εμπιστοσύνης που είναι η ακρογωνιαία ηθική αρχή κάθε βιώσιμης ένωσης, τα έθνη "εθίζονται στην αμφιβολία και την υποψία και μουμιοποιούνται στη αμφιβολία".

Βεβαίως, σύμφωνα με τη Θ.Π., η παραπάνω συμπεριφορά είναι απόλυτα λογική. Το κάθε άτομο, δηλαδή, χωριστά έχει κίνητρο να εγκαταλείψει τη συνεργασία και να συμπεριφερθεί, να λειτουργήσει αντικοινωνικά.

Μας το διδάσκει αυτό, το κλασικό παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, το περίφημο "δίλημμα του φυλακισμένου", όπου η έλλειψη εμπιστοσύνης και η διάθεση εκμετάλλευσης εμποδίζουν τη συνεργασία μεταξύ δυο παικτών.

Κεντρικός άξονας του παιχνιδιού η, κάτω από συνθήκες ελλιπών πληροφοριών, αμοιβαία άγνοια των προθέσεων και των σχεδίων εκατέρων, η οποία ωθεί τους παίκτες σε πράξεις επιζήμιες και για τους δυο, οδηγώντας τους σε καταστάσεις της μορφής: ο νικητής τα παίρνει όλα.

Η συνεργασία για τη Θ.Π. που, βεβαίως δεν ασχολείται με τη φιλοσοφική διάσταση των συμπεριφορών, δεν αποτελεί ζητούμενο, δεν επιδιώκεται δηλαδή ως επιθυμητή θέση, ως σημείο ισορροπίας. Η Θεωρία ασχολείται με την ανάλυση και τη δημιουργία συνθηκών ή μηχανισμών που θα περιορίσουν τα ατομικά κίνητρα και θα καταστήσουν τη συνεργασία εφικτή και διατηρήσιμη επ΄ ωφελεία και των ατόμων και του συνόλου.

Και τούτο γιατί, δεν αρκεί το άτομο να είναι βέβαιο ότι όλοι οι άλλοι θα τηρήσουν τη συνεργασία για να την τηρήσει και το ίδιο. Το κοινωνικό συμβόλαιο που εξασφαλίζει περιβάλλοντα σταθερής και επωφελούς συνεργασίας χρειάζεται και κάτι ακόμα, ή μάλλον τρία πράγματα ακόμα.

Το πρώτο είναι ηθικής, θρησκευτικής τάξεως και συνδέεται με τη φήμη, με το καλό όνομά μας. Η φήμη, ο κοινωνικός διασυρμός καλύτερα, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος.

Το δεύτερο είναι η ύπαρξη της εξουσίας, της αρχής που μπορεί να επιβάλει τη συνεργασία και την θετική κοινωνική συμπεριφορά.

Το τρίτο, η παιδεία, όπου το ίδιο το άτομο δέχεται να θυσιάσει το ατομικό συμφέρον του για το κοινό καλό.

Δυστυχώς κανένα από τα παραπάνω προαπαιτούμενα δεν υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα.

Η φήμη δεν δουλεύει στις μεγάλες πόλεις, χώρια που ορισμένες αντικοινωνικές συμπεριφορές θεωρούνται ακόμα και μαγκιά.

Η αρχή, η εξουσία που θα μπορούσε να εμπνεύσει και να επιβάλει τη συνεργασία δεν υπάρχει ή δεν λειτουργεί σωστά.

Τέλος, δεν υπάρχει ικανός αριθμός, μια κρίσιμη μάζα μορφωμένων ατόμων, με παιδεία διατεθειμένοι να ηγηθούν και να δώσουν το καλό παράδειγμα.

Ανάγκη πάσα, λοιπόν, αν θέλουμε η ελληνική κοινωνία να εγκαταλείψει τον στείρο διεκδικητισμό, την προσοδοφορία και την λαθρεπιβασία να εντάξουμε τη λειτουργία της σε ένα διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο.

Το έχουμε ξαναπεί. Χρειάζεται μια θέσμιση σε όλα: στη φορολόγηση (και τη φοροδότηση), στην ανταγωνιστικότητα, στον επαγγελματισμό, στην κοινωνική αλληλεγγύη, στη δημόσια διοίκηση, στο σεβασμό του δημόσιου χώρου, στην τόνωση της οργανωμένης συλλογικότητας κ.ο.κ. Μια θέσμιση που θα διαπλάθει, αλλά και θα περιφρουρεί μια κοινωνία ωριμότερη στην αυτογνωσία της, μετρημένη στις επιθυμίες της, υπεύθυνη στις επιλογές της.

Με άλλα λόγια: Χρειαζόμαστε νόμους (πρακτικά, ηγεσία και εξουσία) που θα μας εμποδίσουν να γίνουμε χειρότεροι και παιδεία που θα μας βοηθήσει να γίνουμε καλύτεροι.

Αναφορές:

Το κείμενο βασίστηκε σε παρεμφερή άρθρα των: Σπύρου Γιανναρά, Στάθη Καλύβα και (κυρίως) Γιάννου Μπενόπουλου.

* Ο κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Ένα νέο βιβλίο του, με τίτλο: "ΔΙΑΒΑ-ΖΩΝΤΑΣ με το μολύβι στο χέρι", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ.



Πηγή:www.capital.gr

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

γνωμικον

η γυναικες ειναι σαν της πουτσες.
οσο της χαϊδεύεις τόσο σηκώνουν κεφάλι

βια http://pitsirikos.net/2011/04/%CE%B2%CE%AF%CE%B1/


Τον Δεκέμβριο του 2008, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή του ΣΚΑΙ από την πλατεία Εξαρχείων με κατοίκους, καταστηματάρχες, αναρχικούς, δασκάλους και άλλους, μια κυρία είχε πει κάτι πολύ ενδιαφέρον, στο οποίο, βέβαια, κανείς δεν έδωσε σημασία γιατί το είπε ήρεμα και όχι ουρλιάζοντας.



Αυτή η καλή κυρία –που νομίζω πως ήταν καθηγήτρια αλλά μπορεί να ήταν και απλή νοικοκυρά (δεν το θυμάμαι)- είχε πει πως ένα παιδί που ζει και μεγαλώνει στα Εξάρχεια υφίσταται τόσες ταπεινώσεις από τους αστυνομικούς, ώστε, μέχρι να γίνει 15 ετών, έχει μάθει να μισεί τους αστυνομικούς.
Είχε αναφέρει παραδείγματα με παιδιά που γυρνούσαν από το σχολείο και τα πήγαιναν οι αστυνομικοί κάθε τρεις και λίγο στο τμήμα επειδή δεν τους άρεσαν τα ρούχα τους, τα μαλλιά τους κλπ. Όποιος κυκλοφορεί στους δρόμους της Αθήνας –και δεν παρακολουθεί τη ζωή από την τηλεόραση- θα έχει παρατηρήσει αρκετές φορές την άθλια συμπεριφορά κάποιων αστυνομικών απέναντι σε έφηβους και έφηβες.
Θυμήθηκα τα λόγια αυτής της κυρίας, όταν, πρόσφατα, περπατούσα με μια φίλη μου σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας και πέσαμε πάνω σε τέσσερις αστυνομικούς που είχαν σταματήσει τρία μικροκαμωμένα παιδιά –δυο αγόρια και ένα κορίτσι- που δεν ήταν πάνω από 15 ετών. Ο ένας αστυνομικός είχε απομονώσει τον ένα νεαρό και του μιλούσε πολύ άγρια – ο πιτσιρικάς ήταν τρομαγμένος, κοιτούσε κάτω και δεν μιλούσε. Σταματήσαμε λίγα μέτρα πιο κει, έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή και κοιτούσα στα μάτια τον αστυνομικό χωρίς να πω λέξη. Σε μισό λεπτό, οι αστυνομικοί άφησαν τα παιδιά να φύγουν. Φύγαμε προς την ίδια κατεύθυνση και ρώτησα τα παιδιά γιατί τα σταμάτησαν. Δεν υπήρχε λόγος – τα σταμάτησαν χωρίς λόγο.
Σε μια από τις συνεντεύξεις που έδωσε το τελευταίο διάστημα ο σκηνοθέτης Αργύρης Παπαδημητρόπουλος –με αφορμή την προβολή της ταινίας «Wasted Youth» που περιγράφει μια ημέρα ενός έφηβου και ενός αστυνομικού- είχε πει πόσο τον βοήθησε στα γυρίσματα η ματιά του άλλου σκηνοθέτη της ταινίας, του Γερμανού Γιάν Φόγκελ. Ο Φόγκελ έρχεται από μια χώρα που τα παιδιά δεν μεγαλώνουν μαθαίνοντας να μισούν τους αστυνομικούς – δηλαδή, το αντίθετο απ’ αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα.
Είναι σίγουρο πως η πολιορκία της Κερατέας από τα ΜΑΤ για πάνω από 4 μήνες δεν θα φύγει καθόλου εύκολα από τη μνήμη των παιδιών της Κερατέας. Η επιλογή της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει τα ΜΑΤ –και όχι τον διάλογο- για να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις των κατοίκων στη δημιουργία ΧΥΤΑ έχει αποτελέσματα που φαίνονται τώρα και αποτελέσματα που θα φανούν στο μέλλον. Ο τρόπος που θα αντιμετωπίζουν τα σημερινά παιδιά της Κερατέας στο υπόλοιπο της ζωής τους τους αστυνομικούς είναι ένα από αυτά. Και αυτό κανείς δεν μοιάζει να το σκέφτεται.
Όταν τα κυβερνητικά στελέχη δέχονται επιθέσεις, χρησιμοποιούν πάντα ως επιχείρημα το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Από την άλλη, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την Αστυνομία, για να σταματήσει βίαια όποιες άλλες φωνές υπάρχουν. Το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης το έχουν μόνο οι κυβερνώντες και οι ισχυροί– οι υπόλοιποι οφείλουν να υπακούουν στις διαταγές.
Η βία απλώνεται στη χώρα με γρήγορους ρυθμούς και το να την καταδικάζεις φραστικά δεν είναι αρκετό – για την ακρίβεια, είναι ανόητο. Εκτός από τη σωματική βία, υπάρχει η βία της ανεργίας, της φτώχειας, της πείνας, της εξαθλίωσης – ας μετρήσει κάποιος τις αυτοκτονίες.
Επίσης, υπάρχει η λεκτική βία. Το «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου ήταν εξαιρετικά βίαιο. Τα συνεχή ψέματα του Παπανδρέου και του Παπακωνσταντίνου είναι βία. Η προσπάθεια επιβολής με το ζόρι της μιας άποψης μέσω των καθεστωτικών ΜΜΕ είναι βία• οι συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό και όχι ιδιωτικό, για να γίνεται προπαγάνδα – θα πρέπει να ακούγονται όλες οι απόψεις ισότιμα.
Βία είναι και η απόλυτη ατιμωρησία όσων πλούτισαν σε βάρος της χώρας και τώρα κυκλοφορούν ελεύθεροι, συμβουλεύοντας τους πολίτες να κάνουν θυσίες.
Το έγραψα και το ξαναέγραψα πολλούς μήνες πριν πως το μεγάλο πρόβλημα της χώρας δεν είναι η χρεοκοπία. Το μεγάλο πρόβλημα της χώρας είναι η κατάργηση της Δικαιοσύνης που οδηγεί στην ανομία. Και αυτή η ανομία ξεκινάει από την πλήρη ατιμωρησία των υπευθύνων για τη χρεοκοπία της χώρας. Αν δεν έχει πάει κανένας πολιτικός στη φυλακή –και ούτε καν σε δίκη- για τη χρεοκοπία της χώρας, δεν μπορείς να βάλεις κανέναν πολίτη στη φυλακή. Έχουν όλοι άλλοθι.
Πόσω μάλλον, όταν όχι μόνο κανένας πολιτικός δεν έχει οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη, αλλά συνεχίζουν όλοι να είναι στις θέσεις τους, να δίνουν εντολές και να παίρνουν τους παχυλούς μισθούς τους. Αυτή η ατιμωρησία στέλνει το μήνυμα σε όλους τους πολίτες πως μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και να παραμένουν ατιμώρητοι. Μέχρι να πληρώσουν οι υπεύθυνοι για τη χρεοκοπία, είμαστε όλοι αθώοι για όλες μας τις ενέργειες – και αυτό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο για τις ζωές όλων μας.
Όσο και να γίνεται αφόρητη προπαγάνδα για την ίση ευθύνη των πολιτών στη χρεοκοπία της χώρας, οι χώρες κυβερνώνται από τους πολιτικούς. Οι πολίτες θα αναλάβουν τις ευθύνες τους, όταν οι ηγέτες τους αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες.
Συναντάω κάθε μέρα τη βία στους δρόμους. Τυφλή βία. Και δεν μπορείς να την αγνοήσεις επειδή δεν έτυχε σε εσένα αλλά σε κάποιον πιο άτυχο ή πιο αδύναμο. Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να τηλεφωνώ τρεις φορές την ημέρα στη μητέρα μου για να δω αν είναι καλά, αν επέστρεψε σπίτι, αν κλείδωσε και αν έβαλε συναγερμό – θα νομίζει πως είμαι υποχόνδριος.
Η βία δεν αντιμετωπίζεται με τη βία των δυνάμεων καταστολής. Η βία αντιμετωπίζεται με Δικαιοσύνη.
Αυτά είχα να πω. Και ξέρω, βέβαια, πως κανείς δεν θα δώσει σημασία. Όπως δεν είχε δώσει σημασία και στα λόγια της κυρίας στα Εξάρχεια.

Μερικές ιδέες για να σκεφτούμε διαφορετικά την κρίση Από τον Aντώνη Λιάκο

ΙστορΙες για γουρουνΑκια

Μια φορά και ένα καιρό ήταν τρία γουρουνάκια. Για την ακρίβεια τα έλεγαν PIGS και δεν ήταν μόνο τρία. Υποτίθεται ότι ήταν τέσσερα, όσα και τα γράμματα του αρκτικόλεξου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν περισσότερα. Τα γουρουνάκια πάντα τα κυνηγάει ένας κακός λύκος – και στη συγκεκριμένη περίπτωση έλεγαν ότι ήταν λύκαινα και τα εχθρευόταν για τα χρέη τους. Λύκαινα από τα μέρη της Πομερανίας. Το παραμύθι είναι γνωστό, αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχαν οι ιστορίες που διηγούνταν τα γουρουνάκια. Κάθε γουρουνάκι έλεγε και μια διαφορετική ιστορία για τους λόγους για τους οποίους έπεσε στην ανάγκη του λύκου. Το ένα έλεγε ότι είχε κάνει ακριβώς ό,τι του είχαν ζητήσει για να γίνει καλό γουρουνάκι, αλλά φαίνεται πως δεν τα είχε κάνει όλα στην εντέλεια, κι έτσι δεν γλίτωσε το σπίτι του. Το άλλο έλεγε ότι έφταιγαν η απληστία των τραπεζών, τα στεγαστικά δάνεια και τα καταναλωτικά χρέη που συσσώρευαν τα άλλα άφρονα γουρουνάκια της πατρίδας του. Ένα τρίτο κατηγορούσε το Δημόσιο, το υπερτροφικό κράτος και τα ελλείμματα που είχε δημιουργήσει. Όλα συμφωνούσαν σε ένα πράγμα. Ότι οι ιστορίες τους, δηλαδή οι λόγοι που τα οδήγησαν στην τωρινή τους κατάσταση, ήταν εντελώς, μα εντελώς διαφορετικές. Καμία σχέση η μία περίπτωση με την άλλη. To καθένα είχε διαπράξει εντελώς διαφορετικές αμαρτίες για τις οποίες θα άξιζε να τιμωρηθεί. Μάταιο, εντελώς μάταιο, να κοιτάει το ένα γουρουνάκι τι συνέβη και γκρεμίστηκε το σπίτι του άλλου. «Να κοιτάει ο καθένας την καμπούρα του», έλεγαν και επαναλάμβαναν σοβαροί άνθρωποι της επιστήμης, που μιλούσαν για την κρίση υπεύθυνα.
Η κρίση στην Ελλάδα είναι «made in Greece» και διαφέρει ριζικά από τις κρίσεις στις άλλες χώρες, καθώς η κρίση στις λοιπές χώρες είναι κυρίως ή αποκλειστικά κρίση δημοσιονομική ή οικονομική, ενώ στην Ελλάδα είναι φαινόμενο πολύ πιο ευρύτερο, περίπλοκο, πολυδιάστατο. [...] Ευρώπη και Ελλάδα βρίσκονται σε κρίση. Αλλά η κρίση στην Ελλάδα είναι σαφώς διαφορετική. Είναι διαφορετική δηλαδή από την κρίση που αντιμετωπίζουν οι άλλες περιφερειακές χώρες-μέλη της Ευρωζώνης (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) 1.
Κάθε γουρουνάκι λοιπόν θα κρεμόταν στο τσιγκέλι από το ποδαράκι του.
Αλλά και ο λύκος έλεγε τη δική του εκδοχή της ιστορίας. Τα γουρουνάκια του Νότου, και κυρίως εκείνα που κατάγονταν από ένδοξους κάπρους, έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά γιατί συνέχιζαν να διάγουν βίον τρυφηλόν, ζούσαν ανήθικα, παραβιάζοντας τους κανόνες της ενάρετης ζωής. Η παραβίαση της ηθικής ως αιτία της οικονομικής χρεοκοπίας συγκροτούσε έναν ισχυρό κανονιστικό λόγο. Τα δημόσια ελλείμματα είναι αμαρτία, δηλώνουν έκλυτα ήθη, ειπώθηκε στην αγέλη όταν συναντήθηκε με τα γουρουνάκια για να συζητήσουν τη συγκρότηση μόνιμου μηχανισμού διάσωσης. Βέβαια, τα γουρουνάκια θυμούνταν ότι, όχι πολλά χρόνια πριν, όσοι κουνούν επιτιμητικά το δάκτυλο τώρα, διαφήμιζαν πιστωτικές κάρτες, δάνεια για διακοπές, καταναλωτικά δάνεια εν γένει, ευκολίες πληρωμών για κάθε τι. «Πάρε κόσμε τώρα και πλήρωνε αργότερα», έλεγαν τότε, όσοι τώρα ολοφύρονται ότι «φάγαμε το μέλλον των παιδιών μας». Πάντως, τα γουρουνάκια είχαν πιστέψει ότι έπρεπε δικαίως να τιμωρηθούν. Είχαν εγκολπωθεί μάλιστα τόσο βαθιά αυτή την αντιπαράθεση ανάμεσα στην «υγιή» οικονομία και τις ανθυγιεινές πρακτικές, ώστε είχαν αγωνία μήπως «μολύνουν» και μεταδώσουν την ασθένειά τους και στην υπόλοιπη Ευρώπη. «Πώς η Ελλάδα δεν θα μεταδώσει την ασθένειά της;» αναρωτιούνταν σε συνέδρια οργανωμένα στην αλλοδαπή, αλλά με χρήματα από το κομπόδεμά τους2.
Όπως λοιπόν κάθε γουρουνάκι έχει την ξεχωριστή ιστορία του, έτσι και στην Ελλάδα αποκτήσαμε τη δική μας, καταδική μας ιστορία. Η μάλλον δυο ιστορίες, με παραλλαγές για δεξιοτέχνες και ατζαμήδες. Στη μία ιστορία «φταίνε» οι ξένοι που επιβουλεύονται, όπως πάντα, την Ελλάδα, και οι «ξεφτιλισμένοι» πολιτικοί που μας «έκλεψαν». Αποσπασματικό αφήγημα, θολό και θυμωμένο. Στην άλλη ιστορία, την παγκαλική, «τα φάγαμε όλοι μαζί». Στην παραλλαγή της για βιρτουόζους, αυτή η ιστορία αποδίδει την κρίση στην κουλτούρα της μεταπολίτευσης και στον πολιτισμικό-πολιτικό δυϊσμό που κατατρύχει τη χώρα από την ίδρυση του κράτους, καθώς και σε χρόνιες ελληνικές δομικές αδυναμίες. Κι αυτή η ιστορία, όχι λιγότερο από την άλλη, απευθύνεται στο θυμικό και κυρίως καλλιεργεί μια μαζική αυτο-ενοχοποίηση. Βρίσκει μάλιστα μεγαλύτερο έρεισμα στις οργισμένες μεσαίες τάξεις και στους διανοούμενους που πάντοτε φαντάζονται για τον εαυτό τους μια άλλη μοίρα, καλύτερη από αυτή που τους έλαχε σε τούτη την ελεεινή χώρα. Και οι δυο ιστορίες εσωτερικεύουν το «στίγμα» της οικονομικής αποτυχίας: αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους σε διεθνείς συνωμοσίες, η πρώτη· με την αυτομαστίγωση, η δεύτερη.

Η κριση παραγει την περιγραφη της

Ας εξετάσουμε το αφήγημα που εσωτερικεύει την ενοχή, και το οποίο είναι το ηγεμονικό στην Ελλάδα. Τι υποστηρίζει; Εκτεταμένο και σπάταλο κράτος, χαμηλή παραγωγικότητα, τεράστια φοροδιαφυγή, μαύρη οικονομία, συντεχνιακά στεγανά, χαριστικές ρυθμίσεις, γραφειοκρατία, διαφθορά, αποτελούν όλες εκείνες τις αιτίες η συσσώρευση των οποίων θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην κρίση, γιατί η χώρα ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της και ξόδευε περισσότερα από τα διαθέσιμα εισοδήματά της. Eκείνο το οποίο θεωρείται ότι βρίσκεται στις αιτίες της δημιουργίας ελλειμμάτων, είναι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτήθηκε το πολιτικό σύστημα μετά τη μεταπολίτευση: πελατειακότητα και λαϊκισμός. Για τους αισιόδοξους, η οικονομική κρίση θεωρήθηκε αρχή μιας Νέας Μεταπολίτευσης. Δεν είναι λίγοι μάλιστα όσοι υπερασπίζουν ότι αν δεν μας είχε επιβληθεί από το ΔΝΤ και το μηχανισμό στήριξης της ΕΕ η πολιτική του Μνημονίου, θα έπρεπε να την εφαρμόσουμε μόνοι μας. Μερικοί μάλιστα προεκτείνουν αναδρομικά αυτή τη σωστική χειρονομία, επιστρέφοντας σε ένα μοντέλο ελληνικής εξέλιξης το οποίο νομίζαμε ότι στις ιστορικο-κοινωνικές τουλάχιστον αναλύσεις είχε εγκαταλειφθεί από καιρό. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό αυτό σχήμα, Ελλάδα και Ευρώπη ανήκουν σε ένα δίπολο όπου η πρώτη εκφράζει τις αδράνειες, η δεύτερη τον δυναμισμό. Κάθε φορά που η Ελλάδα καταφέρνει κάτι, αυτό οφείλεται στην πίεση της Ευρώπης. Κάθε φορά που εκτροχιάζεται, πάλι προσκρούει στις μπάρες της Ευρώπης και ξαναμπαίνει επομένως στην σωστή ρότα. Αυτό το διπολικό σχήμα περιγράφει και το εσωτερικό της χώρας. Υπάρχουν δυο πολιτικές κουλτούρες, η underdog και η εξορθολογιστική, δυο εθνικισμοί, ο εσωστρεφής και ο εξωστρεφής, δυο πολιτισμικές τάσεις, η μία που κοιτάζει ανατολικά και η άλλη δυτικά.
Εδώ μια παρένθεση: Από την εποχή της εισόδου στη ζώνη του Ευρώ και έως τους Ολυμπιακούς, το επικρατούν ερμηνευτικό σχήμα της ελληνικής ιστορίας ήταν ακριβώς αντίθετο από το σημερινό. Το ζήτημα τότε ήταν πώς τα κατάφερε η Ελλάδα να πηδήξει στο τελευταίο βαγόνι του τελευταίου τρένου την τελευταία στιγμή. Πώς κατάφερε και από μια χώρα της βαλκανικής περιφέρειας ξεχώρισε και μπήκε στον εσωτερικό πυρήνα της Ευρώπης, στο κλαμπ των ισχυρών. Αυτά λέγονταν και γράφονταν, στα ίδια έντυπα, σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους ανθρώπους πριν από δέκα χρόνια. Τώρα φαίνεται ότι το βαγόνι αποκόπηκε από την ατμομηχανή. Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η αιώρηση του λόγου των ελλήνων διανοουμένων ανάμεσα σε δυο εκδοχές της ελληνικής ιστορίας, μια αισιόδοξη και μια απαισιόδοξη.
Η κριτική για την παθολογία της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται πειστική, κρίνοντας από την καθημερινή εμπειρία. Πράγματι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα φαινόμενα διαφθοράς, αλλά και ένα ολόκληρο πλέγμα απομύζησης πόρων από ομάδες με ειδικές προσβάσεις στους μηχανισμούς της πολιτικής εξουσίας. Ωστόσο, αξίζει να μας βάλει σε σκέψεις μια αποσιώπηση για τις αιτίες της αιμορραγίας των πόρων που γονάτισαν τη χώρα: οι αμυντικές δαπάνες.
Οι κατά κεφαλήν εξοπλιστικές δαπάνες στην Ελλάδα και το ποσοστό τους επί του ΑΕΠ είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Την περίοδο 2005-09 η Ελλάδα ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στον κόσμο! Η Ελλάδα έχει τον πέμπτο σε μέγεθος στόλο πολεμικών αεροπλάνων Μιράζ στον πλανήτη και έναν από τους μεγαλύτερους στόλους F16 στην Ευρώπη. Παρά τη βύθιση της χώρας στην κρίση, το 2009 ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ελλάδας ανέβηκε κατά 6,9% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο και έφτασε από τα 5,81 δις. € στα 6,24 δισ. Ενώ το 2010 υπήρξαν πολλές περικοπές στις συντάξεις, στους μισθούς, στην υγεία και στην εκπαίδευση, δεν υπήρξαν περικοπές στις αμυντικές δαπάνες μετά το δάνειο των 110 δισ. €. Την ίδια χρονιά μόνο έξι από τις 26 ευρωπαϊκές χώρες έπιασαν τους στόχους που είχε βάλει το ΝΑΤΟ, να μη μειωθούν οι εξοπλισμοί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 2%. Ανάμεσά τους, βέβαια, η βαριά χρεωμένη Ελλάδα. Το 2009, η Ελλάδα ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος πελάτης της Γερμανίας σε όπλα, ακολουθώντας την Τουρκία στην πρώτη θέση, και ο τρίτος σημαντικότερος πελάτης της Γαλλίας3. Συνήθως, οι αποσιωπήσεις λένε περισσότερα από όσα θέλουν να κρύψουν. Η αποσιώπηση των στρατιωτικών δαπανών μας εξηγεί πολύ καλύτερα από οποιαδήποτε ανάλυση λόγου την προθετικότητα της κριτικής που ασκείται στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας οιοποίες οδήγησαν στην κρίση. Μας εξηγεί το μη προφανές «γιατί» αυτής της κριτικής.
Ας συζητήσουμε όμως κάπως συστηματικότερα το φαινόμενο «παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας». Στην ιστοριογραφία, η κυρίαρχη τάση, εδώ και δυο δεκαετίες, είναι η συγκριτική ιστορία. Οι ιστορικοί έχουν αναπτύξει διάφορες μεθόδους και θεωρίες σύγκρισης, κοινό υπόβαθρο των οποίων είναι ότι οι εξηγήσεις για τα φαινόμενα τα οποία μελετούμε πρέπει να είναι αναγώγιμες. Θεωρώντας δηλαδή ότι οι κοινωνίες δεν αναπτύσσονται σε απομόνωση, αναζητούν τις εξηγήσεις τους σε συγκρίσιμες πλευρές οι οποίες δεν είναι απλώς παράλληλες αλλά μερικές φορές συμπλέκονται η μία με την άλλη. Αναζητούν τις μεταφορές, οι οποίες μπορεί να είναι ιδέες, τεχνολογίες, θεσμοί, πολιτισμικά στοιχεία και οι οποίες συγκροτούν φαινόμενα δια-εθνικά. Χρησιμοποιούν τον όρο transnational (δια-εθνικός) που αναφέρεται σε φαινόμενα τα οποία διαπερνούν, κατά κάποιον τρόπο, οριζόντια τις κοινωνίες. Από την άποψη αυτή, τα διάφορα εξηγητικά σχήματα που επικαλούνται παθογένειες, ιδιοπροσωπίες και ιδιαιτερότητες, δεν μας εξηγούν τίποτε, γιατί όλες οι κοινωνίες και οι παθογένειες έχουν και ιδιαιτερότητες. Παρόμοιες εξηγήσεις όχι πια μέσα, ούτε καν έξω από τις αίθουσες των ιστορικών σεμιναρίων δεν ακούγονται πια. Πώς έχει παραδοθεί ο δημόσιος λόγος σ' αυτές;
Αλήθεια, μπορεί κανείς σήμερα να εξηγήσει το φαινόμενο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία με τη θεωρία του ανολοκλήρωτου εκσυγχρονισμού με την οποία ερμηνεύτηκε η περίοδος από το Risorgimento έως τον Μουσσολίνι, με γκραμσιανούς όρους; Μπορεί να χρησιμοποιήσει τη θεωρία του Sonderweg για τη γερμανική ιστορία, από τη Μέρκελ έως πίσω στον Μπίσμαρκ; Είναι δυνατόν να ερμηνεύονται στη σύγχρονη Ελλάδα φαινόμενα όπως η φοροδιαφυγή με την αμφισβήτηση της νομιμότητας από τους Κλεφταρματολούς και τον Μακρυγιάννη; Το σκάνδαλο Siemens οφείλεται στο πεσκέσι και στην κουμπαριά της προνεωτερικής Ελλάδας; Η διχοτόμηση της ιστορίας της ελληνικής πολιτικής σε εκσυγχρονιστικές και αντι-εκσυγχρονιστικές γενεαλογίες, όπου από τη μια παρατάσσονται Καποδίστριας, Τρικούπης, Βενιζέλος, Καραμανλής (θείος) και Σημίτης και από την άλλη, υποθέτω, όλοι οι υπόλοιποι, από τον Θεόδωρο Δηληγιάννη έως τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Καραμανλή-ανιψιό, μπορεί να μας προσφέρει πειστικές εξηγήσεις για την πορεία στην κρίση; Μετά τη δημοσίευση του λεξικού Η Ελλάδα στη δεκαετία του '80 (με την επιμέλεια των Βασίλη Βαμβακά - Παναγή Παναγιωτόπουλου), είναι δυνατόν να επαναλαμβάνονται ακόμη οι θεωρίες για το λαϊκισμό που ακούγονταν πριν από 30 χρόνια; Στις ιστορικές μελέτες, παρόμοια διχοτομικά σχήματα έχουν υποστεί κριτική και έχουν εγκαταλειφθεί, από κοινού με σχήματα τύπου «κέντρο-πρότυπο απέναντι σε περιφέρεια-κακέκτυπο». Βέβαια, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι παρά τον διανοητικό κόρο που μας δημιουργούν τα σχήματα αυτά, έχουν συνυφανθεί στενά με τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε, έχουν γίνει κάτι σαν το δέρμα της σκέψης μας. Εκφράζουν ένα βαθύ αυτο-οριενταλισμό, έναν διχασμό δηλαδή του υποκειμένου που αναπαράγει στο εσωτερικό του διακρίσεις, των οποίων είναι ήδη θύμα.
«Αν η Ελλάδα δεν προσέξει, κινδυνεύει να επιστρέψει στα Βαλκάνια», έγραφε ο Λουκάς Τσούκαλης (Καθημερινή, 23/1/2011). Η φράση θυμίζει εκείνη με την οποία ο βούλγαρος πρωθυπουργός Ζελιου Ζέλεφ προσφώνησε τον Μιτεράν: «Κάντε μας γρήγορα Ευρωπαίους για να μη βαλκανιοποιηθείτε» (Le Monde, 26/11/1994). Προφανώς, η μεγάλη συζήτηση για τον οριενταλισμό, τις μετα-αποικιακές σπουδές, καθώς και τα Βαλκάνια ως αντικείμενο οριενταλιστικής προσέγγισης, εδώ και δυο δεκαετίες, δεν προβλημάτισε την εφαρμοσμένη πολιτική επιστήμη στην Ελλάδα4. Ο αυτο-οριενταλιστικός λόγος ενδημεί σ' αυτήν ως συστατικό μέρος του σκεπτικού της. Είναι γεγονός βέβαια ότι ο δυτικοκεντρικός κανονιστικός λόγος, παρά την κριτική που υπέστη, επέστρεψε επί των πτερύγων της νέας οικονομικής διευθέτησης και των διεθνών οργανισμών που ανέλαβαν να την επιβάλλουν, από τη δεκαετία του 1990, και όχι μόνο στην Αφρική, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική, αλλά και στην ίδια τη Δύση, όπου η έννοια του «εκσυγχρονισμού» απέκτησε το νόημα των μεταρρυθμίσεων που απαιτούσε η συνθήκη της παγκοσμιοποίησης5.
Επομένως η επιβίωση παρόμοιων εξηγητικών σχημάτων σήμερα, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα πολιτικών επιστημόνων, δεν βασίζεται σε ανεπαρκή γνώση των προβληματισμών της ιστοριογραφίας. Οι εξηγήσεις αυτές διατυπώνονται σε ένα ρητορικό πλαίσιο, σε αντιπαράθεση με τις «μεταρρυθμίσεις». Φτάσαμε στην κρίση επειδή αυτές τις αρχαϊκότητες δεν τις αναίρεσαν οι μεταρρυθμίσεις. Δηλαδή φτάσαμε ώς εδώ ακριβώς γιατί τέτοιου είδους αρχαϊκότητες χρειάζονται οι «μεταρρυθμίσεις». Συμπέρασμα: ο λόγος των μεταρρυθμίσεων, για να υπάρξει και να νομιμοποιηθεί, χρειάζεται να ονομάσει και να περιγράψει τέτοιου είδους αρχαϊκότητες.
Αλλά τι είναι οι μεταρρυθμίσεις; Οι ιστορικοί έχουν μια αρχή: αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις. Ας δούμε τις λέξεις που χρησιμοποιούμε. Κάθε φορά ο όρος μεταρρυθμίσεις αντλούσε διαφορετικό νόημα από το μοντέλο κοινωνίας στο οποίο αναφερόταν. Πες μου τι κοινωνία θέλεις για να καταλάβω πού με πάνε οι μεταρρυθμίσεις που μου προτείνεις. Επομένως, τις μεταρρυθμίσεις δεν θα πρέπει να τις δούμε γενικά, ως διορθώσεις ή βελτιώσεις εν γένει, ως «διόρθωση των κακώς κειμένων», αλλά ως στοιχεία μιας ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης η οποία εμπεριέχει και έναν τρόπο να αντιλαμβάνεται κανείς την κοινωνία και την οικονομία, επομένως και τα κακώς κείμενα. Κάθε φορά πρέπει να «απο-φυσικοποιούμε» τους όρους και τις έννοιες, για να μπορούμε να καταλαβαίνουμε «τι παίζει». Διαφορετικά θα έχουμε παγιδευτεί στις προθέσεις εκείνου που τις χρησιμοποιεί. Ακόμη και αν συμφωνούμε, πρέπει να καταλαβαίνουμε, προκειμένου να παραχωρήσουμε τη συγκατάθεσή μας. Θα δούμε παρακάτω τι μεταρρυθμίσεις και για ποιο λόγο. Εδώ όμως θα κλείσουμε αυτή την πρώτη ενότητα με το εξής ερώτημα: μας επαρκούν, για να καταλάβουμε το γιατί της κρίσης, οι εξηγήσεις που συγκεντρώνουν επιλεκτικά την προσοχή τους στην ελληνική κοινωνία ή, αντίστροφα, η περιγραφή της κρίσης είναι μέρος της κρίσης;

Οι ενεσεις κορτιζονης

Αν κοιτάξουμε σήμερα το χάρτη της κρίσης στην Ευρώπη, βλέπουμε ότι το μεγαλύτερο βάρος της πέφτει σε μια ζώνη που περιλαμβάνει Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα (εντός ευρωζώνης) και Ρουμανία, Ουγγαρία, Λετονία (εκτός). Δεν είναι πολλές από τις υπόλοιπες χώρες, εκείνες που βρίσκονται εκτός του κύκλου της κρίσης, παίρνοντας οδυνηρά μέτρα λιτότητας. Πρόκειται για μια γεωγραφική περιφέρεια, με χώρες που είχαν πρόσφατα πολύ διαφορετική μεταξύ τους ιστορία και οικονομική πολιτική. Κοινό είναι το εξωτερικό χρέος, αλλά οι αιτίες δημιουργίας του ποικίλουν. Σε μερικές περιπτώσεις προέρχεται από δημόσιες δαπάνες, σε άλλες από χρέη στον ιδιωτικό τομέα.
Αλλά τόσο τα χρέη του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα έχουν κάτι κοινό. Ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο δημιουργούνται, έχουν μια κοινή λειτουργία: είναι πόροι που αυξάνουν τη ζήτηση. Δεν εξετάζουμε εδώ την προέλευσή τους. Χωρίς αυτούς, η κίνηση της αγοράς θα ήταν μικρότερη. Επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί πόροι ενισχύουν και αυξάνουν τη ζήτηση πέρα από τα όρια που θα επέτρεπε η λειτουργία της αγοράς χωρίς αυτούς. Είτε το κράτος δανείζεται από το εξωτερικό για να πληρώσει περισσότερους υπαλλήλους και με μεγαλύτερους μισθούς από τον ιδιωτικό τομέα, είτε οι τράπεζες δανείζονται και δίνουν με περισσή ευκολία πιστώσεις και δάνεια στους ιδιώτες, είτε άμεσα είτε μέσω του πλαστικού χρήματος ή με τη χρήση παραγώγων, το κοινό αποτέλεσμα είναι ένα: ενέσεις ενίσχυσης της ζήτησης στην αγορά για καινούργια σπίτια, αυτοκίνητα, υπηρεσίες, καταναλωτικά προϊόντα. Υπάρχει βεβαίως διαφορά ανάμεσα στην κατευθυνόμενη κρατική χρηματοδότηση της οικονομίας και στην ανεξέλεγκτη ιδιωτική. Καθεμιά έχει τα προβλήματά της, καθεμιά λειτουργεί ως το αντίδοτο στην κρίση που δημιουργεί η άλλη, αλλά και γι' αυτό το λόγο, επειδή λειτουργούν συμπληρωματικώς ανταγωνιστικά, και οι δυο αποτελούν εν δυνάμει αιτίες κρίσης. Αλλά αν η ενίσχυση της ζήτησης θεωρείται μια τυπικά κεϋνσιανή πολιτική, τότε αυτή η πολιτική, με ή χωρίς κρατικό σχεδιασμό, με ή χωρίς αναφορές στον Κέυνς, με ή χωρίς κράτος πρόνοιας, είναι πολύ ευρύτερη, και λειτουργεί όπως η κορτιζόνη στον οργανισμό. Δεν ήταν κορτιζόνη για την αμερικανική οικονομία η επινόηση των χρηματοπιστωτικών παραγώγων, που είχαν αποτέλεσμα την κατάρρευση της Lehman Brothers to 2008; Αλλά και οι ασιατικές οικονομίες, που δείχνουν πολύ μεγαλύτερο δυναμισμό, δεν έχουν λιγότερη κορτιζόνη στο αίμα τους. Στην Κίνα, επειδή ακριβώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει ντοπάρει στο έπακρο τις επιχειρήσεις, η ισορροπία του συστήματος οφείλεται στη συνεχή μεγέθυνση της οικονομίας. Ενδεχόμενη επιβράδυνση θα προκαλούσε κατάρρευση και ένα επιστημονικής φαντασίας ντόμινο στην παγκόσμια οικονομία, με ασύλληπτες επιπτώσεις.
Αν δούμε τώρα ιστορικά αυτή την πολιτική ενίσχυσης της ζήτησης, θα διαπιστώσουμε ότι οι ενέσεις κορτιζόνης άρχισαν μετά την κρίση του 1929-32, και κυρίως με τις ανάγκες που δημιούργησε ο πόλεμος. Οι εξοπλισμοί ήταν μια πρώτη γερή γερή δόση. Οι ενέσεις συνεχίστηκαν και μετά τη λήξη του μεγάλου πολέμου με την πολιτική της ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων χωρών, καθώς και από τους διαδοχικούς εξοπλισμούς της εποχής του ψυχρού πολέμου, με την Κορέα, το Βιετνάμ, τους πολέμους εναντίον της τρομοκρατίας. Αλλά η κύρια ώθηση δόθηκε με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και με φθίνοντα επιτόκια. Η μαζική καθιέρωση των πιστωτικών καρτών και του πλαστικού χρήματος προκάλεσε μια έκρηξη καταναλωτισμού, συσσωρεύοντας δανειακές υποχρεώσεις σε νοικοκυριά, τράπεζες, δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς. Η ηλεκτρονική τεχνολογία και η επανάσταση στις επικοινωνίες, με τις ανάγκες που δημιούργησε τόσο στον ιδιωτικό τομέα και στα νοικοκυριά όσο και στον δημόσιο τομέα, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μηχανές ενίσχυσης ζήτησης. Κάθε κράτος, αλλά και η ΕΕ, ξόδεψαν αμύθητα ποσά για την αγορά ηλεκτρονικού εξοπλισμού και την είσοδο των κοινωνιών στο τεχνο-επιστημονικό περιβάλλον της πληροφορίας και του αυτοματισμού. Μπορούμε να συμπεράνουμε επομένως ότι οι μηχανές της αγοράς, σε όλο αυτό το διάστημα, δεν δούλεψαν χωρίς εξωτερική τροφοδότηση. Τροφοδότηση που έπαιρνε τη μια ή την άλλη μορφή. Τα ελλείμματα και τα χρέη, ανεξαρτήτως της μορφής που είχαν, λειτούργησαν ενισχύοντας την αγορά. Σε αυτή την ιστορία του ενισχυτικού μοτέρ της ζήτησης, το κράτος είχε ρόλο κλειδί. Καθάριζε κάθε τόσο το μοτέρ (εξυγίανση και αποπληθωρισμός) και εξασφάλιζε σταθερά τη λειτουργία του.
Κοιτάζοντας ως ιστορικοί στη μεγάλη περίοδο, εκείνο που βλέπουμε είναι ότι ο αποφασιστικά ενισχυτικός ρόλος του κράτους ως προς την οικονομία δεν περιορίστηκε μόνο στη μεταπολεμική περίοδο. Στην περίοδο αυτή πήρε έκφραση με τον κεϋνσιανισμό που σήμαινε επιδίωξη πλήρους απασχόλησης και κράτος πρόνοιας. Αλλά οι μακροϊστορικές αναλύσεις (που αφορούν κυρίως την οικονομική ιστορία σε παγκόσμια κλίμακα) δείχνουν ότι η οικονομία ποτέ δεν υπήρξε ένα αυτοτελές σύστημα της αγοράς όπως την περιγράφουν τα εγχειρίδια νεοκλασικής οικονομίας. Οι εξω-οικονομικοί παράγοντες, από την πειρατεία έως τη λαφυραγώγηση κατακτημένων περιοχών, είχαν πάντοτε τον ενεργό ρόλο ενός εξωτερικού μοτέρ στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Πρόκειται για δομικό στοιχείο του καπιταλισμού. Αλλά όπως γνωρίζουμε, οι ενέσεις κορτιζόνης καταστρέφουν τα νεφρά.

Γιατι χρωσταμε;

Ας δούμε ιστορικά τώρα μιαν άλλη παράμετρο, που σχετίζεται με τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η καμπύλη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων παρουσιάζεται μακροχρονίως ανοδική. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν αυξάνονται μόνο από τις σπατάλες ή τις παροχές, αλλά από τα συνολικά έξοδα λειτουργίας και διατήρησης των κοινωνιών. Δυο παραδείγματα: ας σκεφτούμε πόσο κόστιζε πριν από 40 χρόνια και πόσο κοστίζει σήμερα, από την άποψη της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, κάθε πρόσθετο έτος στη ζωή ενός συνταξιούχου, πόσο επιμηκύνθηκε ο χρόνος ζωής πάνω από τα 80, όταν οι άνθρωποι εξαρτώνται από ιατρικές παρακολουθήσεις και θεραπείες υψηλού κόστους, και επίσης πόσο αυξήθηκε ο αριθμός των συνταξιούχων τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και σε ποσοστό επί του πληθυσμού – κυρίως επί του πληθυσμού που βρίσκεται στην εργάσιμο περίοδο της ζωής του. Ας συγκρίνουμε, επίσης, το κόστος, 40 χρόνια πριν και σήμερα, της αποκομιδής ενός κιλού σκουπιδιών με όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές που προστέθηκαν στο μεταξύ διάστημα για να προστατέψουν τη δημόσια υγιεινή και το περιβάλλον∙ ας υπολογίσουμε ότι αυξήθηκε κατ' άτομο η παραγωγή απορριμμάτων και ότι όλα αυτά πολλαπλασιάζονται με την πληθυσμιακή μεγέθυνση. Ας σκεφτούμε την ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τη δεκαετία του 1960 έως τώρα. Τη δεκαετία του 1960, ακόμη και στο λύκειο έμπαινε κανείς με εξετάσεις ενώ υπήρχαν πολλά παιδιά που εξέρχονταν από τη διαδικασία εκπαίδευσης και έμπαιναν στη δουλειά μετά το δημοτικό. Το Πανεπιστήμιο ήταν για τους λίγους και στοίχιζε πολύ. Μετά την υιοθέτηση της δωρεάν παιδείας –πόσοι από μας θα σπουδάζαμε χωρίς αυτήν;– και κυρίως, μετά τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, οι εκπαιδευτικές δαπάνες εκτινάχτηκαν προς τα πάνω. Τι στοίχιζε πριν από το 1980 μια αίθουσα διδασκαλίας (θρανία και μαυροπίνακας) και τι στοιχίζει τώρα που είναι ηλεκτρονικά εξοπλισμένη;
Όλα αυτά τα έξοδα, για την υγεία, την παιδεία, την καθαριότητα, και για πολλά άλλα που αφορούν τα κοινά έξοδα αναπαραγωγής των ανθρώπινων συλλογικοτήτων, ήταν καρπός εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Είναι το κόστος που συνόδευσε την αναβάθμιση της κατάστασης του πληθυσμού, την αναδιανομή στους πολλούς των αγαθών των λίγων, την ευρωπαϊκή αναβάθμιση της χώρας που στη δεκαετία του 1950 είχε ακόμη τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά. Ας ρωτήσουμε τώρα: διαπιστώνουμε μια ανάλογη αύξηση της φορολογίας; Παρατηρώντας αυτές τις δύο καμπύλες, των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων εσόδων, στις περισσότερες χώρες, εκείνο που διαπιστώνει ακόμη και ο αδαέστερος περί τα οικονομικά αναγνώστης είναι μια συνεχώς διευρυνόμενη απόκλιση. Μεγαλύτερες και ανελαστικότερες οι δαπάνες, μικρότερα και ελαστικότερα τα έσοδα. Βεβαίως αυξήθηκε η παραγωγικότητα, επομένως ο όγκος της φορολογητέας ύλης. Αλλά η απόκλιση υπήρξε προοδευτικά διευρυνόμενη. Στην προηγούμενη της κρίσης περίοδο, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα κέρδη των επιχειρήσεων και οι αμοιβές των ανώτατων στελεχών είχαν αυξηθεί σε αστρονομικά επίπεδα. Αν αυτά φορολογούνταν, όπως στις σκανδιναβικές χώρες, δεν θα υπήρχε αυτή η απόκλιση, ή θα ήταν μικρότερη. Όμως η απονομιμοποίηση της φορολογίας ως αντιμετώπισης των συλλογικών εξόδων αναπαραγωγής μιας κοινωνίας, η απαξίωση του κράτους ως ρυθμιστικού μηχανισμού, μαζί με τη δυνατότητα μεταφοράς των επενδύσεων από τη μια χώρα χαμηλού κόστους σε άλλες ακόμη χαμηλότερου κόστους, η μεταφορά εταιρειών στους φορολογικούς παραδείσους, οδήγησε στην πλήρη αδυναμία των κρατών να φορολογήσουν την οικονομική δραστηριότητα. Επομένως, το μέλλον προοιωνιζόταν και αποδείχτηκε ελλειμματικό. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η Ελλάδα βέβαια είχε και τους πρόσθετους λόγους που είπαμε για να είναι μια από τις πρώτες χώρες που λύγισαν, και δεν πρέπει να ελαχιστοποιούμε τα προβλήματα κακοδιαχείρισης και μεροληπτικής δαπάνης, ό,τι ονομάζουμε διαφθορά και σπατάλη. Αν όμως το ελληνικό πρόβλημα βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου είναι επειδή αποτυπώνει ένα υπαρκτό παγκόσμιο πρόβλημα. Χωρίς να χάνουμε από τα μάτια μας τον τρόπο με τον οποίο διατέθηκαν στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες, ας μη μας διαφεύγει ο διεθνής ορίζοντας και το χρονικό βάθος αυτής της διάστασης απόκλισης εσόδων-δαπανών. Η επιμονή αποκλειστικά σε ελληνικές παθολογίες δεν δηλώνει μόνο νοητικές αδράνειες. Επισκιάζει το πρόβλημα σκόπιμα.

Για ποιες μεταρρυθμισεις μιλαμε;

Αυτή η απόκλιση και η αυξανόμενη χρέωση του Δημοσίου, οδήγησε σε μια εκτεταμένη, και εν πολλοίς σκανδαλοθηρική, κριτική του δημόσιου τομέα, σε μια αμφισβήτηση του λόγου ύπαρξής του, της λογικής και των αξιών που υπηρετούσε. Το βεμπεριανό μοντέλο δημόσιας διοίκησης αμφισβητήθηκε. Τη θέση του πήραν η public choice theory, η νεοκλασική οικονομική θεωρία που κυριάρχησε τόσο στις οικονομικές σχολές όσο και στην πολιτική επιστήμη, η κριτική που εκπορευόταν από τα think tanks της νέας, αγγλικής και αμερικανικής, Δεξιάς. Εν τέλει το νέο μοντέλο διακυβέρνησης συγκροτήθηκε σε μια ολοκληρωμένη πολιτική, η οποία ονομάστηκε New Public Management (NPM), ή χαϊδευτικά «μεταρρυθμίσεις». Τι είναι αυτές οι μεταρρυθμίσεις; Δεν είναι η βελτίωση των κακώς εχόντων, αλλά μια νέα φιλοσοφία. Μια φιλοσοφία αντίληψης και διεύθυνσης της κοινωνίας με βάση τη νεοκλασική οικονομική φιλοσοφία. Υιοθέτηση κριτηρίων της αγοράς και των συμπράξεων του Δημόσιου και του Ιδιωτικού, όπου το Δημόσιο προσομοιάζει όλο και περισσότερο στις λειτουργίες του προς τους ιδιωτικούς οργανισμούς και υιοθετεί τις αρχές λειτουργίας τους. Η αλλαγή αυτή ήταν μια παραδειγματική αλλαγή (paradigmatic shift – κατά το θεωρητικό υπόδειγμα του Τόμας Κουν), με την έννοια ότι περιλάμβανε μια αλλαγή σε αξίες και κριτήρια, στον τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Υιοθετήθηκε τη δεκαετία του 1980 από τις αγγλοσαξονικές χώρες και προωθήθηκε από διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ), αρχικά στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, στη συνέχεια στη Ν.Α. Ασία. Το ΝΡΜ ήταν μέρος του πακέτου των μεταρρυθμίσεων που προτάθηκε στις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και εν τέλει υιοθετήθηκε από την ΕΕ μετά το Μάαστριχτ, ως στοιχείο προσαρμογής στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Ας επισημάνουμε εδώ το ρόλο των οικονομικών κρίσεων σ' αυτή την παραδειγματική μετακίνηση από το ένα μοντέλο πολιτικής στο άλλο. Λειτούργησαν ως τα απαραίτητα «παράθυρα ευκαιρίας», τόσο στην υποσαχάρια Αφρική όσο και στη Ν.Α. Ασία, με την παρέμβαση του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ. Στόχος η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, ελαχιστοποίηση του κράτους, ιδιωτικοποιήσεις για να μπορέσουν οι χώρες αυτές να δανείζονται από την αγορά. Επρόκειτο για μια αλλαγή της τέχνης του κυβερνάν, για μια νέα φιλοσοφία του κράτους και της πολιτικής. Νέο λεξιλόγιο, λ.χ. διακυβέρνηση, νέα αντίληψη της κοινωνικής συμβίωσης. Εγκαθιδρύθηκε μια νέα μορφή governmetality, μια σύνθετη μορφή που περιλαμβάνει όχι μόνο την ικανότητα της διακυβέρνησης, αλλά επίσης και την κατασκευή κυβερνήσιμων υποκειμενικοτήτων. Εσωτερίκευση νέων αξιών ώστε να γίνουμε κυβερνήσιμοι, συμμετέχοντας στη διαδικασία της διακυβέρνησής μας. Όπως και στην εναλλαγή των επιστημονικών παραδειγμάτων το ζήτημα δεν είναι ποιο είναι πιο αληθινό από το άλλο, έτσι και στην αλλαγή του παραδείγματος διακυβέρνησης το ζήτημα δεν είναι ποιο είναι πιο σωστό, ή πιο καλό, ή πιο κατάλληλο από το άλλο.
Αυτές είναι οι περίφημες «μεταρρυθμίσεις» τις οποίες και η Ελλάδα πρέπει να ενστερνιστεί, ως τη μόνη σωτηρία για όλα τα προπατορικά της αμαρτήματα. Η συνήθης επωδός: δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε εμείς τον τροχό, τον ανακάλυψαν οι άλλοι πριν από εμάς. Και εδώ χρειάζεται να επισημάνει κανείς την αλληλοδιαπλοκή ανάμεσα σε κυβερνητικές επιλογές και επιστημονικά περιβάλλοντα που λειτουργούν ως βραχίονες αυτής της μεταβολής, χωρίς αναστοχασμό, χωρίς κριτική, χωρίς αποστάσεις. Πρόκειται για απόψεις που «φυσικοποιούν» τις μεταρρυθμίσεις αυτές και συσκοτίζουν τις πολιτικές επιλογές που τις νοηματοδοτούν. Και εδώ καταλαβαίνει κανείς γιατί όλη η συζήτηση της κρίσης περιορίζεται στις ελληνικές παθογένειες6.

Η κατεδαφιση του κοινωνικου κρατους

Μια από τις δραματικότερες συνέπειες της κρίσης ήταν η αλλαγή του πλαισίου των εργασιακών σχέσεων. H πολιτική του ΔΝΤ στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες προηγουμένως, συνιστά μια κοινωνική ανακατασκευή της χώρας με βάση μια φιλοσοφία: η κοινωνία οφείλει να λειτουργεί με τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς. Κάθε τι που συμμορφώνεται είναι καλό. Κάθε τι που δεν συμμορφώνεται, τους απειλεί γιατί συνιστά εξωοικονομική παρέμβαση. Πρόκειται για έναν αυστηρό αξιακό κώδικα, στον οποίο ούτε η πολιτική –ως συλλογική βούληση– αλλά ούτε η ιστορία –που σχετικοποιεί τους κώδικες και τους εντάσσει σε ευρύτερα συμφραζόμενα– έχει θέση. Παρ' όλα αυτά, ας σκεφτούμε την υπόθεση της αλλαγής των εργασιακών σχέσεων μέσα από μια ιστορική οπτική. Ας δούμε την εποχή που σχηματίζονταν οι σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες∙ δεν υπήρχε τότε θέση για τους πληθυσμούς που ήταν αναγκασμένοι να αφήσουν τα χωράφια και τα βοσκοτόπια τους για να γίνουν εργάτες στην πόλη. Δεν είχαν δικαιώματα ούτε υπόσταση. Αντιμετωπίζονταν ως «επικίνδυνες τάξεις», με ένα πλέγμα απέχθειας, φόβου, καταστολής και ελεημοσύνης. Η έννοια του «κοινωνικού» αναδύθηκε στον δημόσιο χώρο μέσα από την ανάγκη να βρει η κοινωνία κάποιον τρόπο για να βολέψει αυτές τις καινούργιες μάζες. Άλλες χώρες προηγήθηκαν, άλλες καθυστέρησαν, πάντως ο τρόπος απάντησης στο πρόβλημα έδωσε μορφή στο πολιτικό της σύστημα και στους ανταγωνισμούς του 20ού αιώνα. Η μεγάλη και μακροπρόθεσμη αλλαγή που συνέβη τον 20ό αιώνα σε Ευρώπη και Αμερική ήταν η ενσωμάτωση αυτών των νέων πληθυσμών στην οργανωμένη πολιτικά κοινωνία, στην πολιτεία. Το «κοινωνικό» αναδύθηκε στον πολιτικό χώρο, απέκτησε τη μορφή της κοινωνικής πολιτικής που διευθετούσε σχέσεις ανάμεσα σε ισότιμα πολιτικά υποκείμενα. Οι άγριοι ανταγωνισμοί, οι καταστροφές μηχανών, οι εξεγέρσεις και οι απεργίες πολιτικοποιήθηκαν και θεσμοποιήθηκαν. Οι εργασιακές σχέσεις υποβλήθηκαν σε κανονισμούς. Ζητήματα όπως η βρεφική ηλικία, η αρρώστια, τα γηρατειά έγιναν για πρώτη φορά αντικείμενα δημόσιου ενδιαφέροντος. Οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί πόλεμοι και ο φόβος επαναστάσεων έπαιξαν ρόλο καταλύτη στη δημιουργία του κράτους πρόνοιας και της ενσωμάτωσης των εργατικών στρωμάτων στις αστικές δημοκρατίες της δυτικής Ευρώπης. Αυτές άλλωστε οι ενσωματωτικές διαδικασίες δημιούργησαν τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες, τον ευρωπαϊκό τύπο πολιτείας. Καρδιά του κοινωνικού συμβολαίου ήταν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίες, όπου η οικονομική δύναμη αντισταθμιζόταν από τη δύναμη της συλλογικότητας, δηλαδή από την πολιτική δύναμη. Τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε γίνει αν επικρατούσε η σημερινή λογική που θέλει την οικονομία της αγοράς ως την αποκλειστική δύναμη κοινωνικής θέσμισης.
Τι παρατηρούμε λοιπόν τώρα, και όχι μόνο στην Ελλάδα, σε σχέση με αυτή την ιστορική διαδικασία; Μια αντίστροφη πορεία. Έναν κοινωνικό αναθεωρητισμό ευρύτατης κλίμακας. Την απορροή πληθυσμιακών ομάδων από την πολιτικά οργανωμένη κοινωνία, την απίσχνανση του «κοινωνικού» ως έννοιας και πολιτικής. Απίσχνανση σταδιακή. Πρώτα η αδυναμία ενσωμάτωσης των μεταναστών. Ύστερα των νέων, που μπήκαν στην αγορά εργασίας με έωλα ασφαλιστικά δικαιώματα, με ρυθμίσεις διαφορετικές από τις προηγούμενες γενιές. Συνολικά, η αγορά εργασίας άρχισε να γλιστρά έξω από την έννοια της πολιτείας, παράγοντας εργαζόμενους που ήσαν άτομα (γι' αυτό και η επιμονή στις ατομικές συμβάσεις εργασίας) αλλά σε καμιά περίπτωση πολίτες (γι' αυτό και η αφαίρεση οποιασδήποτε δυνατότητας συλλογικής δράσης όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις). Τώρα, με τα καινούργια μέτρα, και επίσημα, σπρώχνεται στο χώρο της χωρίς θεσμούς εργασιακής αγοράς η πλειοψηφία του πληθυσμού. Πρόκειται για τεκτονικές μεταβολές. Οι αλλαγές αυτές είναι μόνιμες γιατί εκφράζουν μια νέα αντίληψη κοινωνικής συμβίωσης. Η καταστροφή θεσμών που χρειάστηκε σχεδόν ενάμιση αιώνας θυσιών και προσπαθειών για να δημιουργηθούν είναι μέγα ζήτημα. Η διαδικασία της απορροής του κοινωνικού από το πολιτικό είναι κεντρικό ζήτημα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Πρόκειται για την απίσχνανση του πολιτικού και για τη διαρροή του κοινωνικού έξω από τη σφαίρα της πολιτικής διαμεσολάβησης.
Αλλά ο όρος για να θεσμοποιηθεί η αγορά εργασίας και να δημιουργηθεί το κράτος πρόνοιας ήταν, πρώτον, ένα κράτος το οποίο μπορούσε να ελέγχει το νόμισμα και τους όρους της οικονομίας και, δεύτερον, μια σχετικά περιορισμένη προσφορά εργατικής δύναμης. Στη μεταπολεμική Ευρώπη υπήρχαν και οι δυο παράγοντες. Η μεταπολεμική ανάπτυξη δημιουργούσε μεγάλη ζήτηση εργασίας, δίνοντας σχετική διαπραγματευτική δύναμη στα συνδικάτα, τα οποία, στηρίζοντας το κράτος πρόνοιας, περιόριζαν την προσφορά εργασίας, ανεβάζοντας τους μισθούς και τα προνοιακά ωφελήματα. Την ισορροπία αυτή θα την ανέκοπτε, ή καλύτερα θα την κατέστρεφε, η παγκοσμιοποίηση για έναν πολύ απλό λόγο. Αν το κράτος πρόνοιας βασίστηκε στην ελεγχόμενη προσφορά εργατικής δύναμης, με την παγκοσμιοποίηση κανείς δεν μπορούσε να ασκήσει έλεγχο. Ήταν ευκολότερο να βρει κανείς φτηνότερη εργασία εκτός θεσμικού πλαισίου, είτε στο εξωτερικό με τη μεταφορά επιχειρήσεων είτε στο εσωτερικό με τη νέα μετανάστευση. Αντίδοτο στην πορεία αυτή υποβάθμισης της εργασίας θα ήταν η θέσπιση διεθνών κανόνων που να αφορούν τον εργάσιμο χρόνο, την παιδική εργασία και τα όρια συνταξιοδότησης, την κατώτατη αμοιβή, τους κανονισμούς υγιεινής της εργασίας. Όλα αυτά προσπάθησε να τα πραγματοποιήσει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας κάποτε, όταν και ο ΟΗΕ ήταν ισχυρότερος, και ακόμη όταν υπήρχε ο φόβος του κομουνισμού και η ανάγκη στήριξης των μετριοπαθών συνδικαλιστικών ηγεσιών. Τίποτε από όλα αυτά δεν υπάρχει πλέον.
Η παγκοσμιοποίηση των αγορών συνέτριψε, δεν ισχυροποίησε τα αδύναμα δίκτυα ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και κράτησε κατακερματισμένες τις αγορές εργασίας. Αυτό συνέβη γιατί η ηλεκτρονική επανάσταση και ο αυτοματισμός, αυτό το πλέγμα των τεχνολογικών αλλαγών και ρήξεων, δεν πέρασε από τον κόσμο της εργασίας, σε αντίθεση με την εποχή της εκβιομηχάνισης η οποία στηρίχτηκε στον κόσμο αυτό και εν τέλει τον ισχυροποίησε, δημιουργώντας υλικά και συνειδησιακά μια συγκροτημένη κοινωνική τάξη. Η τεχνολογική επανάσταση και ο αυτοματισμός «εξοικονομεί» εργασία. Αλλά αυτή η εξοικονόμηση δεν έγινε προς όφελος των πολλών, ελαττώνοντας το χρόνο εργασίας τους. Έγινε προς όφελος των επιχειρήσεων οι οποίες, ξοδεύοντας όλο και περισσότερα για την αγορά τεχνολογικού εξοπλισμού, εξοικονομούσαν περιορίζοντας την απασχόληση και την αμοιβή της εργασίας. Η νέα τεχνολογία μεγέθυνε την οικονομία, αλλά η απασχόληση υπολειπόταν αυτής της μεγέθυνσης. Έτσι βρισκόμαστε στην παράξενη κατάσταση οι άνθρωποι να εργάζονται όλο και περισσότερο χρόνο, με αρρύθμιστα ωράρια που διαλύουν τους ρυθμούς της οικογενειακής ζωής, ενώ δίπλα τους αυξάνονται συνεχώς οι άνεργοι και λιγοστεύουν οι πιθανότητές τους να βρουν δουλειά. Στήθηκε μια τεράστια μηχανή απαξίωσης της εργασίας, που περιλάμβανε θεωρίες και πολιτικές οι οποίες φυσικοποίησαν αυτή την απαξίωση και την παρουσίασαν ως τη μοναδική και αναγκαστική συνέπεια του πλέγματος των τεχνο-επιστημονικών μεταβολών του περάσματος από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι αυτή η θεωρητικοθεσμική μηχανή στήθηκε, υποτίθεται, για να πολεμήσει τα στεγανά και να ελαστικοποιήσει την αγορά εργασίας ώστε να αυξήσει την απασχόληση. Κατάφερε ακριβώς το αντίθετο.

Η κριση ως το τελος της απο-αποικιοποιησης

Έως τώρα είχαμε δει την πρώτη φάση της παγκοσμιοποίησης, την οποία καθοδηγούσε η Δύση. Ωστόσο η παγκοσμιοποίηση στα τέλη του 20ού αιώνα δεν σήμαινε μόνο διασπορά της τεχνολογίας, αλλά επίσης μεταφορά των οικονομικών δραστηριοτήτων στις ζώνες που αποτελούνται από χώρες οι οποίες δεν απολάμβαναν ποτέ το επίπεδο ευημερίας, υγιεινής, εκπαίδευσης και κοινωνικής ασφάλειας των μητροπολιτικών χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής. Η Κίνα και η Ινδία, και κοντά σε αυτές οι πρώην τίγρεις της Ν.Α. Ασίας, αλλά και οι χώρες του BRIK, αναδεικνύονται σε μια μεγάλη ζώνη της οικονομίας του 21ου αιώνα, ανταγωνιστική προς τις χώρες τον άξονα Ευρώπης – ΗΠΑ - Ιαπωνίας που κυριάρχησε τον 20ό. Η Δύση πίστευε πως θα εξάγει στις χώρες αυτές τις εργατοβόρες βιομηχανίες και θα κρατήσει την υψηλή τεχνολογία. Τώρα οι χώρες αυτές την ανταγωνίζονται επίσης και στον τομέα αυτό. Η Κίνα αναμένεται την επόμενη διετία να ξεπεράσει τις ΗΠΑ στο μέγεθος της οικονομίας της και, μαζί με την Ινδία και τις χώρες της Άπω Ανατολής, να αποτελέσει μια οικονομική ζώνη κατά πολύ μεγαλύτερη της Βόρειο-Ατλαντικής ζώνης. Το 2030, η κινεζική οικονομία αναμένεται να είναι διπλάσια της αμερικανικής. Πού και πώς θα ανταγωνιστεί η Ευρώπη αυτές τις χώρες; Η περιφέρεια δεν παράγει μόνο προϊόντα ανειδίκευτης εργασίας, αλλά και υψηλής τεχνολογίας, συσσωρεύοντας πλεονάσματα έναντι μιας Δύσης που αναγκάζεται να υποκύψει στον ανταγωνισμό, κατεδαφίζοντας όροφο τον όροφο, διαδοχικά, το βιοτικό επίπεδο των πληθυσμών της, κλονίζοντας τις δομές αναγνώρισης και ισότητας που είχε δημιουργήσει, διαβαίνοντας τη διαφορά με την περιφέρεια προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς την κατεύθυνση της φτώχειας. Όλες οι κρίσεις χρέους και οι συνακόλουθες ρυθμίσεις στην Ευρώπη (λ.χ. τα «σύμφωνα ανταγωνιστικότητας») δείχνουν τα ασφυκτικά στενά περιθώρια της οικονομίας της. Έχει έναν πληθυσμό γερασμένο, συγκριτικά με τις χώρες των αναδυομένων αγορών, μεγαλύτερο ποσοστό εξαρτημένο από συντάξεις και περίθαλψη, με συγκριτικά πολύ μεγαλύτερες αμοιβές εργασίας. Πώς θα αποφύγει η Ευρώπη την καυτή ανάσα των ανταγωνιστών της στο σβέρκο της; Οι εργατικές κατακτήσεις και το βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων θα αναγκαστούν να χαμηλώσουν προκειμένου να συναντήσουν το βιοτικό επίπεδο εκείνων των χωρών, το οποίο αντίστοιχα θα ανεβεί. Αλλά θα χαμηλώσει πολύ περισσότερο από όσο φανταζόμαστε. Γιατί σε χώρες όπου δεν υπάρχει ίχνος δημοκρατίας, όπως η Κίνα, ή όπου οι οάσεις της ανάπτυξης βρίσκονται σε πελάγη φτώχειας, όπως η Ινδία, ο ανταγωνισμός δεν επιτρέπει παρά η συνάντηση να γίνει σε ένα επίπεδο πολύ χαμηλότερο από το αναμενόμενο. Με αποκλίσεις κοινωνικής ανισότητας πολύ μεγαλύτερες από όσες έχουμε γνωρίσει. Εκείνο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που ακόμη κρατάει η Αμερική είναι η επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία. Γι' αυτό άλλωστε και η μεγάλη μάχη για την εκπαίδευση, προσανατολισμένη μονόπλευρα προς την τεχνολογική καινοτομία. Αλλά η καινοτομία δεν γεννά νέα απασχόληση, ή τουλάχιστον νέα απασχόληση στον αναμενόμενο βαθμό, που να μπορεί δηλαδή να καλύψει τις ανάγκες των κοινωνιών οι οποίες χάνουν θέσεις εργασίας με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό από την εφαρμογή των καινοτομιών.
Αυτός ο νέος ανταγωνισμός περικλείει ανυπολόγιστους κινδύνους για τη δημοκρατία. Έως τώρα, παρά τις περιόδου δικτατοριών και φασισμού, παρά τις χώρες με δικτατορίες στην περιφέρεια, στα μεγάλα κέντρα του καπιταλισμού επικρατούσε η φιλελεύθερη δημοκρατία. Με την περίπτωση της Κίνας, η ανάπτυξη του καπιταλισμού στο πλαίσιο μιας κομμουνιστικής δικτατορίας, σε τόσο μεγάλη έκταση και μέγεθος, αλλάζει τα δεδομένα. Θύμα του ανταγωνισμού δεν θα είναι μόνο το βιοτικό επίπεδο στη Δύση, αλλά πολύ πιθανόν και η φιλελεύθερη δημοκρατία, τα δικαιώματα, η συμμετοχή των πολιτών. Για τις εξω-ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις, σημαντικά γεγονότα που δημιούργησαν πολιτικές αξίες και παραδόσεις της Δύσης, όπως η Γαλλική Επανάσταση, το Ολοκαύτωμα, το 1968 και το 1989, δεν έχουν παρά τη σημασία επαρχιακών συμβάντων. Η Ευρώπη, από κέντρο του κόσμου, επαρχιοποιήθηκε, επιβεβαιώνοντας τον γνωστό τίτλο ινδού ιστορικού7.
Επομένως θα πρότεινα να δούμε την κρίση που ξέσπασε το 2008 και συνεχίζεται στις περισσότερες χώρες ως διαδικασία ολοκλήρωσης της απο-αποικιοποίησης, ως η αντίστροφη διαδρομή από εκείνη που έδωσε παγκόσμια υπεροχή στη Δύση πριν από μισή χιλιετία.8 Ζούμε δηλαδή μια γιγαντιαία κρίση αναπροσαρμογής των οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων σε πλανητικό επίπεδο. Τώρα αντιλαμβανόμαστε ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι η παιδική χαρά όπου τα παιγνίδια δεν συνεπάγονται μηδενικό άθροισμα. Στην κρίση αυτή αναπροσαρμογής, η οικονομία διαπλέκεται με την ισχύ. Αν δεν πέθανε το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα το 2008, ήταν εξαιτίας των μαζικών ενέσεων ρευστότητας της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, που διόγκωσαν το χρέος. Αλλά χώρες όπως οι ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα της δημιουργίας χρέους τρισεκατομμυρίων δολαρίων πολύ πέραν των δυνατοτήτων και των πιθανοτήτων αποπληρωμής του εξαιτίας της υπεροπλίας που διαθέτουν. Τι εγγυάται αυτό το χρέος πέραν της στρατιωτικής υπεροχής; Και τι μπορεί να σημαίνει αυτή η διαπλοκή χρέους και ισχύος;
H κρίση ως ολοκλήρωση της απο-αποικιοποίησης δεν σημαίνει απλώς έκλειψη της δυτικής ηγεμονίας χάριν μιας δημοκρατικότερης κατανομής της ισχύος. Σημαίνει βαθμιαία ερήμωση του δυτικού οικοδομήματος και, μαζί με αυτό, εκείνων των ρυθμίσεων, των κατακτήσεων και των αξιών που η δυτική κυριαρχία επέτρεπε να αναπτυχθούν στο εσωτερικό της δυτικής κυριαρχίας. Ακόμη και αν οι διαδικασίες της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης πυκνώσουν υπό την πίεση του ανταγωνισμού, η καινούργια Ευρώπη μπορεί να έχει μια πιο σφιχτή οικονομική διεύθυνση, θα απομακρύνεται όμως από την Ευρώπη που γνωρίζαμε, από την Ευρώπη της δημοκρατίας, του κράτους πρόνοιας, των δικαιωμάτων, της πολιτικής των πολιτών.

Τι να κανουμε;

Έως τώρα, η γραμμή αυτής της σκέψης οδηγεί σε απαισιόδοξα συμπεράσματα. Βρισκόμαστε ανάμεσα σε δυο μεγάλες μεταβάσεις. Η μία είναι η μετάβαση από μια οικονομία που κέντρο της ήταν ο δυτικός κόσμος σε μια οικονομία που έχει πολλά ανταγωνιστικά κέντρα, μερικά από τα οποία με εξαιρετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο, ανοχύρωτη εργασία, απουσία κράτους δικαίου και δημοκρατικών διαδικασιών. Πρόκειται για μια διαδικασία διεθνούς ανακατανομής εισοδήματος και τρόπων ζωής. Η άλλη είναι μια μετάβαση από έναν τύπο κοινωνίας - κράτους - πολιτικής (δηλαδή του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους με τα τρία επίπεδα δικαιωμάτων) σε έναν άλλο, στον οποίο ο ρόλος της πολιτικής διαβούλευσης στη θέσμιση της κοινωνίας, καθώς και ο δημόσιος χώρος περιορίζονται δραστικά. Πρόκειται δηλαδή για μια αναδιάταξη του τρόπου ζωής στο εσωτερικό κάθε κοινωνίας και για τη δημιουργία ενός άλλου τύπου κοινωνίας. Τι μπορούμε να κάνουμε; Τι κάνει κανείς σε περιπτώσεις υπέρτερες, λ.χ. σε ένα τσουνάμι; Η πρώτη αντίδραση είναι: ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Αυτή την αντίδραση βλέπουμε γύρω μας. Σε μια κρίση όπου λιγοστεύουν οι διαθέσιμοι πόροι, καθένας θα προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να χάσει όσο το δυνατόν λιγότερα. Όλοι εναντίον όλων. Καθένας εναντίον του πιο αδύναμου, του πιο τρωτού. Μια κοινωνία γενικευμένης δυσανεξίας, τρομαγμένων πολιτών, στα όρια της υστερίας. Κάτι που το βλέπουμε να ξετυλίγεται καθημερινά, κυρίως εναντίον της πιο ευπαθούς κοινωνικής ομάδας: των μεταναστών. Ο φόβος, η ρητορική για το αδικημένο έθνος που βάλλεται από τα παιχνίδια των αγορών, οι ολοένα και αυξανόμενες αναφορές στην ανάγκη διαφύλαξης της εδαφικής κυριαρχίας, η βράβευση εκπαιδευτικών συμπεριφορών που υποθάλπουν διχασμούς και αντιπαραθέσεις είναι μηνύματα που προοιωνίζονται δυστυχώς επικράτηση φασιστικών συμπεριφορών που θα συγκρούονται με άλλες εξίσου ανάλγητες και αντιδημοκρατικές συμπεριφορές στο όνομα των οικονομικών επιταγών και των μεταρρυθμίσεων.
Ωστόσο η μεταφορά «τσουνάμι», πέρα από τη σωστή κατακλυσμιαία εντύπωση που δημιουργεί, φοβάμαι ότι «φυσικοποιεί» τις μεταβολές αυτές. Το ερώτημα που έρχεται στα χείλη όλων είναι: οι μεγάλες τεκτονικές μεταβολές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό των κοινωνιών μπορούν να αντισταθμιστούν από την ανθρώπινη δράση; Μπροστά σε μια οικονομική κρίση η οποία θα τερματίσει ανεπιστρεπτί την ευημερία στην οποία ζούσε ο δυτικός κόσμος, στην οποία θα υπάρχουν περισσότερες δυσκολίες και λιγότερες απολαβές, όπου ακόμη και την ανάπτυξη θα πρέπει να τη σκεφτούμε με οικολογικούς όρους –γιατί ζούσαμε πάνω από τους μέσους όρους αντοχής του πλανήτη– τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι; Βεβαίως, το πρώτιστο ζήτημα είναι να ξέρουμε τι μας γίνεται, να βλέπουμε κριτικά και να αποδομούμε τα κυρίαρχα αλλά και τα υπεξούσια αφηγήματα, να σκεφτόμαστε με δια-εθνικούς (transnational) και ιστορικούς όρους αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Αλλά αρκεί μια διανοητική στάση;
Ενώ είχε γραφεί αυτό το κείμενο, και είχε μάλιστα σταλεί στο Books' Journal για το τεύχος Φεβρουαρίου, συνέβησαν οι «σεισμοί» (μεταφορικοί, διότι συνέβη και ο πραγματικός σεισμός της Ιαπωνίας) που συγκλονίζουν τον αραβικό κόσμο. Ποιος τους περίμενε, ποιος τους είχε προβλέψει σε τέτοια μορφή και έκταση; Η εξέγερση στην Αίγυπτο επανέφερε στα πρακτορεία ειδήσεων μια ξεχασμένη ελληνική λέξη: Δήμος. Η παρουσία του δήμου στη μεγάλη πλατεία της Απελευθέρωσης στο Κάιρο. Η παρουσία του δήμου που έρχεται να διακόψει τη ροή της πολιτικής, των ειδήσεων, της καθημερινότητας, των χρηματοπιστωτικών αλλαγών, με δυο λόγια τις ροές της παγκοσμιοποίησης. Τι μπορούν να σημαίνουν όλα αυτά για μας; Στην κουρασμένη ευρωπαϊκή διανόηση δεν μένουν βέβαια πολλά αποθέματα ενθουσιασμού. Έχουμε δει πολλά στον 20ό αιώνα, έχουμε δει πολλές επαναστάσεις με ελπίδες να εξανεμίζονται ή να γίνονται εφιάλτες. Αλλά αυτό δεν ακυρώνει καθόλου την ενεργή παρουσία των πολιτών στον δημόσιο χώρο. Δεν ακυρώνει το ήθος αυτής της πράξης, ακόμη και αν το μέλλον είναι άδηλο. Ένας ιστορικός, ο Mark LeVine, που βρέθηκε κι αυτός στην πλατεία Ταχρίρ, έγραψε, σε ένα άρθρο που ανέβηκε στην ιστοσελίδα του Al Jazeera, ότι οι επαναστάσεις που σαρώνουν τον αραβικό κόσμο δείχνουν επίσης την κινούμενη άμμο των μεταβολών στην παγκόσμια ισορροπία της δύναμης των πολιτών και των λαών. Οι ξεχασμένοι πολίτες, που τους είχαν αφήσει στο περιθώριο τα επιτελεία, τα λόμπι και οι δεξαμενές σκέψεις, δηλαδή όλα αυτά τα δίκτυα που αποφάσιζαν ότι μόνο αυτά μπορούν να χαράζουν πολιτική, επανήλθαν στη σκηνή. Επανέρχονται ακυρώνοντας τις αναλύσεις που συνέδεαν το μαζικό με το παράλογο και το σκοταδιστικό. Κυρίως επανέρχονται όχι σαν μικρές ηρωικές πρωτοπορίες που έτρεφαν μόνο περιφρόνηση για το πλήθος των φιλήσυχων ειρηνικών ανθρώπων (όπως οι διάφορες δικές μας «σέχτες»), αλλά ακριβώς ώς το πλήθος αυτό.
Για να υπάρξουν αλλαγές στην πορεία αυτή του κόσμου, οι παρεμβάσεις των πολιτών πρέπει επίσης να αποκτήσουν ανάλογες με το τσουνάμι διαστάσεις. Όπως αυτές (επαναλαμβάνω, οι μεταφορικές) που σαρώνουν τώρα τον αραβικό κόσμο από τον Ατλαντικό έως τον Eιρηνικό. Με ανάλογες διαστάσεις θα πρέπει να σκεφτόμαστε το ερώτημα «τι να κάνουμε;».
Όταν ο Λένιν διατύπωσε το ερώτημα αυτό, το 1903, στο ομώνυμο βιβλίο του, το οποίο δημιούργησε μια σχολή σκέψης και παρέμβασης, η απάντησή του ήταν: «οργανώστε την πρωτοπορία». Η πρωτοπορία θα έφερνε τη «συνείδηση» στις «αυθόρμητες μάζες». Ωστόσο οι μεγάλες αλλαγές, εκείνες που επηρεάζουν πλέον ηπείρους, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι πλέον ζήτημα πρωτοπορίας γιατί ο κόσμος δεν είναι πλέον οργανωμένος ιεραρχικά, δεν έχει ένα κέντρο, και δεν είναι, ούτε μπορεί να γίνει, ομοιογενής. Οι μεγάλες αλλαγές θα είναι υπόθεση πολλών ποταμών που συρρέουν μαζί, ανθρώπων κάθε λογής, με διαφορετικές κουλτούρες, υπόθεση ενός μωσαϊκού στο οποίο συναρμόζονται πολλά πράγματα μαζί, όπως άνθρωποι κάθε λογής, δράσεις, δίκτυα, ιδέες, τεχνολογίες, επιμέρους ανάγκες και νέες γενικές ιδέες, στάσεις και νοοτροπίες. Υπόθεση πολλών και διαφορετικών γεγονότων και εξελίξεων. Όχι ενός «συμβάντος» όπως ισχυρίζεται ο Μπαντιού και οι νεο-κομμουνιστές, όσοι λειτουργούν ακόμη με το παράδειγμα του 1903, με ή χωρίς κόκκινη σημαία. Οι αραβικές εξεγέρσεις δημιούργησαν ένα νέο παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται ακόμη στην αρχή.
Αλλά αυτή η πράξη της δημόσιας δήλωσης του δήμου προϋποθέτει μια βαθιά αλλαγή στη σκέψη. Γιατί ο νεο-φιλελευθερισμός, ή όπως αλλιώς θέλουμε να ονομάσουμε αυτό τον τρόπο σκέψης, έχει γίνει δυστυχώς φυσικός τρόπος σκέψης, κυρίως στους δυτικούς διανοούμενους. Σκεπτόμαστε τον κόσμο με τις κατηγορίες που μας έχει επιβάλει. Για ολόκληρες διανοητικές πειθαρχίες, όπως η εφαρμοσμένη πολιτική επιστήμη και τα οικονομικά, έχει γίνει η mainstream, η «κανονική» (κατά Κουν) επιστήμη. Για την πολιτική, έχει γίνει ο κανόνας σκέψης. Έχει δημιουργήσει μια worldview που περιλαμβάνει αξίες, κριτήρια, προτεραιότητες. Τίποτε φαίνεται να μην μπορεί να ξεφύγει, χωρίς να εξοριστεί στη σφαίρα του αδιανόητου, χωρίς να επισύρει την απειλή του εξοστρακισμού. Πώς μπορεί να υπάρξει μια αντιστροφή;
Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας είναι ότι έχουμε χάσει την όρεξη και την ικανότητά μας να σκεπτόμαστε τον κόσμο αλλιώς, διαφορετικά. Μεγάλο μέρος από μας, και εννοώ τη γενιά μου, είτε κάψαμε κάποτε τα δάχτυλά μας και σερνόμαστε ακόμη με τις γάζες και τις αλοιφές, είτε, στο ζήλο να πάει κάτι μπροστά σ' αυτή την κοινωνία, σκεφτόμαστε κυβερνητικά, σαν να έχουμε στην πλάτη μας κυβερνητικές ευθύνες. Έχουμε χάσει την ικανότητα του sapere aude (Καντ), του «τόλμησε να σκεφτείς», «σκέψου τολμηρά», «θέσε ερωτήματα χωρίς προϋποθέσεις», «ερωτήσεις ολικής άγνοιας». Αυτή τη διανοητική τόλμη να σκεφτούμε πέραν του εφικτού, πέραν του πλαισίου που μας επιτρέπεται, πρέπει να ξαναβρούμε. Όχι ως επιλογή, αλλά ως ανάγκη. Γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή που οι μεταμορφώσεις της πραγματικότητας ξεπερνούν ακόμη και την πιο τολμηρή σκέψη.
-------------------------------------------


- Από τον Aντώνη Λιάκο

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

το 1821 κάποιοι αποφάσισαν και έχασαν την "βολή τους" για την Ελευθερία μας.
Τους τιμούμε, παρελαύνοντας, εμείς , που αποφασίσαμε να χάσουμε την ελευθερία μας, για την "βολή μας"
Ειμαι μαζι με τους εκάστοτε τρελούς, που βάζουν πανω απο το lifestyle την ελευθερία.

γυναικες

Έχεις μεγαλώσει, όταν γοητεύεσαι από γυναίκες που "πριν" σεβόσουν

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

οσο πιο πολύ εχεις φάει,
οσο πιο χορτάτος εισαι,

τοσο πιο δύσκολο ειναι να σηκωθεις απο τον καναπε σου και να διαμαρτυρηθείς για οτι δεν σου αρέσει.